μονοφυῆ

μονοφυῆ
μονοφυής
single
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
μονοφυής
single
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
μονοφυής
single
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονοφυής — ές (ΑΜ μονοφυής, ές, ιων. μουνοφυής) νεοελλ. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα μσν. αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • μονόβλαστος — η, ο αυτός που αποτελείται από μονοφυή βλαστό, χωρίς κλαδιά, ο οποίος καταλήγει σε ένα μόνο άνθος, όπως είναι λ.χ. η παπαρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βλαστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”